- εὐδιέξοδος
- εὐδιέξοδοςeasily going outmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιέξοδος — εὐδιέξοδος, ον (Α) αυτός που εξέρχεται με ευχέρεια («εὐδιέξοδος κοιλίη» εύκολη κένωση, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
εὐδιέξοδοι — εὐδιέξοδος easily going out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)